φιλοσοφώ

φιλοσοφώ
φιλοσοφῶ, -έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος]
είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό
2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς κάθαρσιν τῆς προτέρας ἀλαζονείας», Γρηγ. Ναζ.)
3. φρ. «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» — βλ. λακωνίζω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) φιλοσοφημένος, -η, -ο
αυτός που ενέχει φιλοσοφική σκέψη («φιλοσοφημένη αντιμετώπιση τού προβλήματος»)
αρχ.
1. αγαπώ την σοφία, την μόρφωση, την επιστήμη
2. συνεκδ. επιδίδομαι στην μελέτη, επιδιώκω την απόκτηση γνώσεων («φιλοκαλοῡμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῡμεν ἄνευ μαλακίας», Θουκ.)
3. ασχολούμαι με την μελέτη ή την διδασκαλία τής ρητορικής και τής διαλεκτικής
4. συζητώ, πραγματεύομαι ένα ζήτημα χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα («ταῡτα γὰρ καλῶς λέγουσιν οἱ περὶ τὴν παιδείαν ταύτην πεφιλοσοφηκότες», Αριστοτ.)
5. συζητώ κατά τον τρόπο, κατά την μέθοδο τών φιλοσόφων
6. διδάσκω την φιλοσοφία («περὶ τῶν ἐπὶ μισθῷ φιλοσοφούντων», Λουκιαν.)
7. σπουδάζω κάτι, ασκούμαι σε κάτι
8. (με αρνητική σημ.) α) λεπτολογώ
β) σοφιστεύω*
9. επινοώ, εφευρίσκω
10. εκκλ. διάγω βίο γεμάτο αυταπάρνηση
11. παθ. φιλοσοφοῡμαι, -έομαι
εξετάζομαι φιλοσοφικά
12. (το ουδ. τής μτχ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλοσοφούμενα
α) το περιεχόμενο φιλοσοφικής διδασκαλίας
β) φιλοσοφικές έρευνες και θεωρίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφώ, φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: φιλοσοφώ : η μτχ. φιλοσοφημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που διακρίνεται για φιλοσοφική ενασχόληση, βαθύ προβληματισμό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλοσοφώ — φιλοσόφησα, φιλοσοφημένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με τη φιλοσοφία, είμαι φιλόσοφος, βυθίζομαι σε φιλοσοφικές σκέψεις, εμβαθύνω φιλοσοφικά στα πράγματα: Φιλοσοφούμε για την ανθρώπινη ζωή. 2. αντιμετωπίζω τη μοίρα μου με φιλοσοφικότητα, υπομένω κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφῶ — φιλοσοφέω love knowledge pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοσοφέω love knowledge pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφω — φιλόσοφος lover of wisdom masc nom/voc/acc dual φιλόσοφος lover of wisdom masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφῳ — φιλόσοφος lover of wisdom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφωι — φιλοσόφῳ , φιλόσοφος lover of wisdom masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρώ — (ΑΜ θεωρῶ, έω) 1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα 2. εξετάζω, ερευνώ νεοελλ. 1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...») 2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων 3. προσκομίζω στις… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιφιλοσοφώ — έω, Μ εκτός τών άλλων φιλοσοφώ κιόλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπί + φιλοσοφῶ] …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • διαφιλοσοφώ — διαφιλοσοφῶ ( έω) (Α) φιλοσοφώ με ζήλο, ερευνώ ως φιλόσοφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”